- ανεμώνη
- (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη ανθοφορία. Τα φυτά του γένους αυτού έχουν άνθη μονήρη (ένα σε κάθε ανθοφόρο βλαστό) ή κατά σκιάδια, με ακτινωτό κάλυκα που τον αποτελούν πεταλοειδή σέπαλα μεγάλα και χρωματιστά· περιέχουν πολυάριθμους στήμονες, που σχηματίζουν πυκνή στεφάνη γύρω από τον ύπερο. Ένα από τα αυτοφυή είδη της ελληνικής χλωρίδας είναι η α. η δασόφιλη,με άνθη λευκά, συχνά ελαφρά ρόδινα στο κάτω μέρος, με ένα μόνο φύλλο βάσης έμμισχο, παλαμοσχιδές, με έλασμα τρισχιδές· ο ανθοφόρος ποδίσκος είναι μακρύς και έχει τρία όμοια περιβληματικά πράσινα φύλλα, που μοιάζουν πολύ με πραγματικά φύλλα.
Αυτοφυή επίσης σε σκιερά και δροσερά δάση είναι και τα φυτά του γένους ηπατικό (α. η ηπατική και ηπατικό το τρίλοβο) που συγχωνεύονται με τις α. Έχουν φύλλα αρχικά πράσινα και έπειτα ερυθροιώδη, τρίλοβα σχεδόν καρδιόσχημα και άνθη συνήθως γαλανοϊώδη και σπανιότερα άσπρα ή ιώδη· στην Ελλάδα φυτρώνει η α.η ηπατική.
Τα είδη α. που καλλιεργούνται στους κήπους είναι πολυάριθμα· παράγουν γενικά άνθη μεγάλα, μονά ή διπλά, με ζωηρό κόκκινο, άσπρο ή γαλανοϊώδες χρώμα, χαρακτηριστικά για τους ανθήρες τους, που έχουν βαθύ γαλανόμαυρο ή γκριζωπό χρώμα. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται περισσότερο για την παραγωγή κομμένων λουλουδιών προέρχονται από την α.την κορωνάρια.Στην περιοχή της Αττικής καλλιεργούνται αρκετά στρέμματα α., ιδιαίτερα της γαλλικής ποικιλίας του Καν, για παραγωγή και εμπορία λουλουδιών. Οι α. αυτές πολλαπλασιάζονται με σπόρο τον Σεπτέμβριο, αλλά πιο εύκολα με χώρισμα του ριζώματος την άνοιξη. Προτιμούν εδάφη ελαφρά, γόνιμα και δροσερά και θέσεις που λιάζονται και προφυλάσσονται από το δυνατό κρύο. Μερικά είδη α. χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν για τη θεραπεία της ποδάγρας και των ρευματικών πόνων.
Ανεμώνη η κορωνάρια, ένα πολύ συνηθισμένο είδος, που ονομάζεται επίσης και ήμερη ανεμώνη, επειδή καλλιεργείται για τα ωραία λουλούδια της.
Ανεμώνη η δασόφιλος, η γνωστή άγρια ανεμώνη, που φυτρώνει πολύ συχνά στα δάση (φωτ. Igda).
* * *και ανεμώνα (Α ἀνεμώνη και ἀνεμωνίς, -ίδος)ανθοφόρο φυτό σε διάφορες ποικιλίεςνεοελλ.Ζωολ. θαλάσσια ανεμώναονομασία για διάφορα Ανθόζωα*αρχ.φρ. «ἀνεμῶναι τῶν λόγων» — λόγια του αέρα (Λουκιανός).[ΕΤΥΜΟΛ. ανεμώνη «κόρη του ανέμου» < άνεμος + -ώνη, θηλ. πατρωνυμικό επίθημα. Κατ’ άλλους, η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. άνεμος, ενώ είναι σημιτικής προέλευσης. Συνδέεται με το εβραϊκό Naăman, «ευχαρίστηση, τέρψη», επίθετο του Αδώνιδος από το θ. του Nā ‘ēm «ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος» (πρβλ. φρ. nit‘ēe na‘ămānin «φυτά της τέρψης», Ησαΐας 17: 10)].
Dictionary of Greek. 2013.